προανάφλεξη

προανάφλεξη
η, Ν [προαναφλέγω]
τεχνολ. η παραγωγή σπινθήρα στον αναφλεκτήρα, το μπουζί, ενός κυλίνδρου μηχανής εσωτερικής καύσης προτού το καύσιμο μίγμα φθάσει στον μέγιστο βαθμό συμπίεσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”